φανταγμένος

φανταγμένος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φανταγμένος" в других словарях:

  • φανταγμένος — η, ο, Ν βλ. φαντασμένος …   Dictionary of Greek

  • φανταγμένος — η, ο φαντασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαντασμένος — και φανταγμένος, η, ο, Ν βλ. φαντάζω …   Dictionary of Greek

  • φαντάζομαι — φαντάστηκα, φαντασμένος, και φανταγμένος 1. μτβ., πλάθω κάτι με τη φαντασία μου, το αναπαρασταίνω με τη φαντασία μου, το αναπολώ: Φαντάζομαι το περσινό ταξιδάκι μας. 2. νομίζω ότι είμαι κάτι ή αισθάνομαι κάτι διαφορετικό από το πραγματικό:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»